- διέκειτο
- διάκειμαιto be served at tableimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέκειθ' — διέκειτο , διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκειτ' — διέκειτο , διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπολεμούμαι — ἐπιπολεμοῡμαι, όομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπεπολέμωτο πολεμίως διέκειτο» … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek